νηπιέη

νηπιέη
νηπιέη και νηπιάα, ἡ (Α)
(επικ. τ.)
1. η ηλικία τού νηπίου, η νηπιότητα, η παιδική ηλικία («οἴνου ἀποβλύζων ἐν νηπιέη ἀλεγεινῇ», Ομ. Ιλ.)
2. στον πληθ. παιδιαρίσματα, παιδαριώδεις τρόποι, ανοησίες («οὐδέ τί σε χρὴ νηπιάας ὀχέειν» — δεν πρέπει να φέρεσαι με παιδαριώδεις τρόπους, Ομ. Οδ.)
3. (η δοτ. ως επίρρ.) νηπιέησιν
με παιδαριώδη τρόπο («ἐπεὶ οὖν ποιήσῃ ἀθύρματα νηπιέῇσιν», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νήπιος + κατάλ. -έη, κατά το ηνορέη. Ο τ. τής αιτ. πληθ. νηπιάας οφείλεται σε μετρικούς λόγους].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • νηπιέη — νηπίεος fem nom/voc sg (epic ionic) νηπιάα fem nom/voc sg (epic ionic) νηπιέη childhood fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νηπιέῃ — νηπίεος fem dat sg (epic ionic) νηπιάα fem dat sg (epic ionic) νηπιέη childhood fem dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νηπιέηι — νηπιέῃ , νηπίεος fem dat sg (epic ionic) νηπιέῃ , νηπιάα fem dat sg (epic ionic) νηπιέῃ , νηπιέη childhood fem dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νηπιέα — νηπιέᾱ , νηπίεος fem nom/voc/acc dual νηπιέᾱ , νηπίεος fem nom/voc sg (attic doric aeolic) νηπιέᾱ , νηπιάα fem nom/voc/acc dual (epic) νηπιέᾱ , νηπιάα fem nom/voc sg (attic epic doric aeolic) νηπιέᾱ , νηπιέη childhood fem nom/voc/acc dual… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νηπιέας — νηπιέᾱς , νηπίεος fem acc pl νηπιέᾱς , νηπίεος fem gen sg (attic doric aeolic) νηπιέᾱς , νηπιάα fem acc pl (epic) νηπιέᾱς , νηπιάα fem gen sg (attic epic doric aeolic) νηπιέᾱς , νηπιέη childhood fem acc pl νηπιέᾱς , νηπιέη childhood fem gen …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νήπιος — α, ο (ΑΜ νήπιος, ία, ον, Α και νήπιος, ον, Α θηλ. ιων. τ. νηπίη, Μ και νηπίος, ον, Μ ουδ. και νήφιο) 1. το ουδ. ως ουσ. το νήπιο(ν) α) παιδί νηπιακής ηλικίας β) (για πρόσ.) μτφ. πολύ νεαρός, ανήλικος γ) μτφ. άμυαλος, ανώριμος («νήπιος, οὐδὲ τὸ… …   Dictionary of Greek

  • νηπίεος — νηπίεος, έα, ον (Α) [νηπιέη] νήπιος («χεῑρα νηπιέην», Οππ.) …   Dictionary of Greek

  • νηπιάα — νηπιάα, ἡ (Α) βλ. νηπιέη …   Dictionary of Greek

  • νηπιέαις — νηπίεος fem dat pl νηπιάα fem dat pl (epic) νηπιέη childhood fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νηπιέην — νηπίεος fem acc sg (epic ionic) νηπιάα fem acc sg (epic ionic) νηπιέη childhood fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”